ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Faux (n)
Ελληνικά : Πλαστό, Ψεύτικο
Αγγλικά : Falsification
Γερμανικά : Fälschung
Επιστροφή