ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Κάνω διάλειμμα
Αγγλικά : Have a break (to)
Γαλλικά : Faire une pause
Γερμανικά : Ich nehme eine Auszeit
Επιστροφή