ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Ανήκω σε
Αγγλικά : Belong to (to)
Γαλλικά : Faire partie de
Γερμανικά : Ich gehöre zu
Επιστροφή