ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Πλουτίζω
Αγγλικά : Make one's fortune (to)
Γαλλικά : Faire fortune
Γερμανικά : Bereichern
Επιστροφή