ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Faire fortune
Ελληνικά : Κάνω περιουσία, Πλουτίζω
Αγγλικά : Make one's fortune (to)
Γερμανικά : Bereichern, Machen Vermögen
Επιστροφή