ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Inhaftierung
Ελληνικά : Φυλάκιση
Αγγλικά : Jail, Prison
Γαλλικά : Prison
Επιστροφή