ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Αδικώ
Αγγλικά : Disadvantage (to), Wrong (to do somebody)
Γαλλικά : Désavantager, Faire du tort
Γερμανικά : benachteiligen, unrechtigen
Επιστροφή