|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Public utility
- Ελληνικά : Δημόσια Επιχείρηση Κοινής Ωφέλειας (ΔΕΚΟ), Οργανισμός κοινής ωφέλειας
- Γαλλικά : Association d'utilité publique, Entreprise de service public, Établissement d'utilité publique
- Γερμανικά : öffentlicher Versorgungsbetrieb, Organisation der Daseinvorsorge, Stadtwerke (Stadtwerke)
Επιστροφή