ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Faiblesse
Ελληνικά : Αδυναμία
Αγγλικά : Weakness
Γερμανικά : Schwäche
Επιστροφή