ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Εκπατρίζω, εκπατρίζομαι
Αγγλικά : Expatriate (to)
Γαλλικά : Expatrier (s')
Γερμανικά : ausbürgern
Επιστροφή