ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Exonerate (to)
Ελληνικά : Απαλλάσσω
Γαλλικά : Exonérer
Γερμανικά : befreien
Επιστροφή