ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Συνεδριάζω
Αγγλικά : Sitting (to be)
Γαλλικά : Être en séance
Γερμανικά : eine Sitzung abhalten
Επιστροφή