ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Être en séance
Ελληνικά : Συνεδριάζω
Αγγλικά : Sitting (to be)
Γερμανικά : eine Sitzung abhalten
Επιστροφή