ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Lose ground (to)
Ελληνικά : Χάνω έδαφος
Γαλλικά : Être en perte de vitesse, Perdre du terrain
Γερμανικά : An Boden zu verlieren, Boden verlieren
Επιστροφή