|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Κατέχω
- Αγγλικά : Control (to), Master (to), Occupy (to), Own (to), Possess (to)
- Γαλλικά : Être à la tête de (posséder), Maîtriser, Occuper, Posséder
- Γερμανικά : Besitzen, Halten, Innehaben
Επιστροφή