ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Own (to)
Ελληνικά : Διαθέτω, Κατέχω
Γαλλικά : Être à la tête de (posséder), Posséder
Γερμανικά : Besitzen, Gewähren
Επιστροφή