ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Retired (to be)
Ελληνικά : Συνταξιοδοτούμαι
Γαλλικά : Être à la retraite
Γερμανικά : in die Rente gehen
Επιστροφή