ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Étendre (s')
Ελληνικά : Εξαπλώνομαι
Αγγλικά : Grow larger (to), Stretch out (to)
Γερμανικά : Ausbreiten
Επιστροφή