ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Stamp (to)
Ελληνικά : Θεωρώ (διαβατήριο), Σφραγίζω
Γαλλικά : Estampiller, Viser (apposer un sceau à)
Γερμανικά : Abstempeln lassen (Reisepass), Stempeln
Επιστροφή