ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Εξαπλώνομαι
Αγγλικά : Grow larger (to), Spread (to), Stretch out (to)
Γαλλικά : Essaimer, Étendre (s')
Γερμανικά : Ausbreiten, Ausbreitung
Επιστροφή