ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Swindling
Ελληνικά : Αισχροκέρδεια, Απάτη
Γαλλικά : Escroquerie
Γερμανικά : Betrug, Täuschung
Επιστροφή