ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Gründen
Ελληνικά : Εγκαθιδρύω, Θεμελιώνω, Ιδρύω
Αγγλικά : Establish (to), Found (to), Set up (to), Start up (to)
Γαλλικά : Fonder, Instaurer
Επιστροφή