ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Entasser (s')
Ελληνικά : Στοιβάζομαι, Συσσωρεύομαι
Αγγλικά : Pile up (to)
Γερμανικά : häufen, Stopfen
Επιστροφή