|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Ερευνώ
- Αγγλικά : Carry out a search (to), Inquire (to), Investigate (to), Look for (to), Make a search (to)
- Γαλλικά : Enquêter, Perquisitionner, Rechercher
- Γερμανικά : Erforschen, Untersuchen
Επιστροφή