ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Graduierte
Ελληνικά : Πτυχιούχος
Αγγλικά : Qualified
Γαλλικά : Diplômé
Επιστροφή