ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Enclavé
Ελληνικά : Εσωκλείω
Αγγλικά : Enclose (to)
Γερμανικά : Einschließen
Επιστροφή