ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Εργαζόμενος σε προσωρινή απασχόληση
Αγγλικά : Temporary employee
Γαλλικά : Employé temporaire
Γερμανικά : Angestellter in der Zeitarbeit
Επιστροφή