|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Gewähren
- Ελληνικά : Διαθέτω, Παραχωρώ, Παρέχω, Χορηγώ, Χορηγώ (σύνταξη)
- Αγγλικά : Allow (to), Grant (to), Own (to), Provide (to), Supply (to)
- Γαλλικά : Allouer (une pension), Être à la tête de (posséder), Fournir, Octroyer
Επιστροφή