|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Position
- Ελληνικά : Απασχόληση, Θέση, Θέση εργασίας, Σειρά, Στάση
- Γαλλικά : Emploi, Position, Poste (emploi)
- Γερμανικά : Arbeitsstelle, Arbetsplatz, Beschäftigung, Haltung, Position, Reihe
Επιστροφή