ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Émigré (pol)
Ελληνικά : Εκπατρίζω, Εξορίζω
Αγγλικά : Expatriate
Γερμανικά : ausbürgern
Επιστροφή