ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Angefahren
Ελληνικά : Προσεγγίζω κάποιον
Αγγλικά : Closer to somebody (to become)
Γαλλικά : Rapprocher (se ... de quelqu'un)
Επιστροφή