ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Emancipate (to)
Ελληνικά : Χειραφετώ
Γαλλικά : Émanciper
Γερμανικά : emanzipieren
Επιστροφή