ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Surveyor
Ελληνικά : Τοπογράφος
Γαλλικά : Arpenteur, Géomètre (arpenteur-)
Γερμανικά : Landvermesser
Επιστροφή