|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Raise (to)
- Ελληνικά : Ανασηκώνω, Ανατρέφω, Ανεγείρω, Ανορθώνω, Ανυψώνω, Αυξάνω, Στήνω
- Γαλλικά : Élever (dresser un monument), Élever (un enfant), Relever, Soulever
- Γερμανικά : Anheben, Errichten, grossiziehen, heben, Sich erheben, Wieder aufbauen
Επιστροφή