ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Gesättigte (Boden)
Ελληνικά : Κορεσμένο (χώμα)
Αγγλικά : Exhausted land
Γαλλικά : Usée (terre)
Επιστροφή