ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Ηλεκτρίζω
Αγγλικά : Electrify (to)
Γαλλικά : Électriser
Γερμανικά : elektrifizieren
Επιστροφή