ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Électriser
Ελληνικά : Ηλεκτρίζω
Αγγλικά : Electrify (to)
Γερμανικά : elektrifizieren
Επιστροφή