ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Gesaettigt
Ελληνικά : Κορεσμένος
Αγγλικά : Congested, Saturated
Γαλλικά : Saturé, Surencombré
Επιστροφή