ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Ψηφοφόρος
Αγγλικά : Elector, Voter
Γαλλικά : Électeur/trice
Γερμανικά : Wähler
Επιστροφή