ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Écrouler (s')
Ελληνικά : Καταρρέω, Σωριάζομαι
Αγγλικά : Collapse (to)
Γερμανικά : kollabieren, zusammenbrechen
Επιστροφή