ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Écouler (un stock)
Ελληνικά : Διαθέτω, Διοχετεύω
Αγγλικά : Sell (to)
Γερμανικά : veräussern, verfügen
Επιστροφή