ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Sell (to)
Ελληνικά : Διαθέτω, Διοχετεύω, Πουλώ
Γαλλικά : Écouler (un stock), Vendre
Γερμανικά : veräussern, verfügen, Verkaufen
Επιστροφή