ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Thrifty
Ελληνικά : Λιτός, Οικονόμος
Γαλλικά : Économe
Γερμανικά : Schlicht, Sparsamer Mensch
Επιστροφή