ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
gelegentlich Arbeitnehmer
Ελληνικά : Περιστασιακά εργαζόμενος
Αγγλικά : Casual worker
Γαλλικά : Travailleur temporaire
Επιστροφή