ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Geldkapital
Ελληνικά : Χρηματικό κεφάλαιο
Αγγλικά : Capital money
Γαλλικά : Capital (n. m)
Επιστροφή