ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Κλιμακούμενος
Αγγλικά : Spread
Γαλλικά : Échelonné
Γερμανικά : skalierte
Επιστροφή