ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Échapper
Ελληνικά : Διαφεύγω, Δραπετεύω
Αγγλικά : Escape (to)
Γερμανικά : Entkommen, Fliehen
Επιστροφή