ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Échantillonner
Ελληνικά : Κάνω δειγματοληψία, Λαμβάνω δείγμα
Αγγλικά : Sample (to)
Γερμανικά : Erhaltern ein Muster, Probenahme zu tun
Επιστροφή