ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Isolated
Ελληνικά : Απομακρυσμένος, Απόμερος, Απομονωμένος
Γαλλικά : Écarté, Isolé
Γερμανικά : Abgelegen, Entfernt, Isoliert
Επιστροφή