ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Gasöl
Ελληνικά : Πετρέλαιο κίνησης
Αγγλικά : Gas-oil
Γαλλικά : Gazole
Επιστροφή